- κοκύαι
- κοκύαιancestorsmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοκύα — κοκύαι και μτγν. γρφ. κοκκύαι, οἱ (Α) οἱ πρόγονοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. κοκκύαι (με 2 κ) οφείλεται πιθ. σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό] … Dictionary of Greek
κοκύῃσι — κοκύαι ancestors masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοκκύας — κοκκύας, ὁ (Α) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «κοκκύας ὁ πρόγονος ἔστι δὲ ἰωνικὴ ἡ λέξις σημαίνει δὲ τοὺς ἤδη κεκομμένους». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοκύαι] … Dictionary of Greek
κοκύας — κοκύᾱς , κοκύαι ancestors masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)